Πολιτισμός, αρχαία, πολυπολιτισμικότητα, βιομηχανική ιστορία και κληρονομιά. Κατασκευάζοντας την νέα ταυτότητα της Ελευσίνας. (δεύτερο κεφάλαιο)

.

[Το παρακάτω άρθρο αναδημοσιεύτηκε στο facebook των πολιτισμένων:

http://www.elculture.gr/blog/article/%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CF%83%CE%AF%

CE%BD%CE%B1-%CF%80%CF%8C%CF%83%CE%B1-%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%81%CE

%AF%CE%B6%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5/

Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του λόγου για την πόλη που παράγεται από τους ιδεολόγους του δήμου και των πολιτισμένων και προορίζεται για μαζική ανάγνωση.]

.

Δεύτερο κεφάλαιο: ”Ειρηνική” συμβίωση και πολυπολιτισμικότητα: η καλύτερη κρυψώνα του ρατσισμού στην Ελευσίνα

.

Ο Δημήτρης Κριτσίλας, που είναι ασφαλιστικός πράκτορας και πρόεδρος του συλλόγου γονέων του 4ου δημοτικού σχολείου Ελευσίνας, μας λέει στο παραπάνω άρθρο για την Ελευσίνα ότι: ”…πάντα υπήρχε εδώ ανάμικτος πληθυσμός. Ξεκίνησε με 2-3 χιλιάδες κατοίκους που ψάρευαν. Με τη βιομηχανική επανάσταση ήρθε εργατικό δυναμικό από παντού. Γι’ αυτό κι έχουμε πολλούς μεγάλους πολιτιστικούς συλλόγους”. Ο Δημήτρης Κριτσίλας υπονοεί μια μακροχρόνια ειρηνική συμβίωση ενός ετερογενούς πληθυσμού και τη συνύπαρξη και δημιουργική σύνθεση των πολιτισμικών και παραδοσιακών στοιχείων που έφεραν μαζί τους. Αυτό θα μπορούσε να είναι αλήθεια μέχρι πριν κάποιες δεκαετίες. Πλέον, όμως, δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα αληθοφανές ψέμα.

.

Από το 1922 που ήρθαν οι μικρασιάτες η αρβανίτικη κατά κύριο λόγο σύνθεση του πληθυσμού της πόλης άλλαξε θεαματικά. Στους 4000 περίπου αρβανίτες προστέθηκαν 2000 περίπου μικρασιάτες προλετάριοι. Οι μικρασιάτες εγκαταστάθηκαν στο τότε όρια της πόλης επεκτείνοντας την. Ο διαχωρισμός μεταξύ ντόπιων και μεταναστών αποτυπωνόταν ξεκάθαρα στο χώρο. Το ίδιο έγινε και μετά τον πόλεμο, όταν ήρθαν και εγκαταστάθηκαν και άλλοι μετανάστες προλετάριοι. Συμιακοί, ηπειρώτες, μακεδόνες, πόντιοι, κρητικοί, πελοποννήσιοι, χιώτες και άλλοι. Όλοι τους εγκαταστάθηκαν στα όρια της πόλης επεκτείνοντας την.

Όσον αφορά στη χωρική κατανομή των πληθυσμών βλέπουμε ότι δεν υπάρχει και πολλή συμβίωση, τουλάχιστον με την έννοια της συμβίωσης στην ίδια γειτονιά. Η συμβίωση υφίσταται κυρίως μέσα στο εργοστάσιο, όπου δουλεύουν δίπλα δίπλα με τις ίδιες συνθήκες και με τους ίδιους μισθούς ντόπιοι εργάτες και μετανάστες μαζί.

Στον μεσοπόλεμο δεν υπήρχε μόνο ταξική εκμετάλλευση και καταπίεση, υπήρχε και ένας απροκάλυπτος ταξικός ρατσισμός που είχε στο στόχαστρο του ολόκληρη την εργατική τάξη. Το κράτος και η αστική τάξη θεωρούσαν ότι οι εργάτες και οι εργάτριες είναι κατώτεροι άνθρωποι γενικά που πρέπει απλά να δουλεύουν και να σκοτώνονται στους πολέμους. Και αυτήν την αντίληψη δεν την έκρυβαν καθόλου. Έτσι, η διαχείριση της εργατικής τάξης γινόταν κατά κύριο λόγο με ωμή βία. Με μπάτσους και στρατό. Όποτε οι εργάτες αγωνίζονταν, αντιμετώπιζαν μόνο καταστολή. Για αυτόν το λόγο η ταξική ενότητα ήταν κάτι παραπάνω από ζήτημα συνείδησης για τους προλετάριους, ήταν μια καθημερινή υλική αναγκαιότητα. Αυτή η αναγκαιότητα λοιπόν επέβαλλε σε μεγάλο βαθμό στη συμβίωση των εργαζόμενων πληθυσμών της Ελευσίνας να είναι ειρηνική. Η ειρηνική συμβίωση ήταν ταξική αλληλεγγύη. Αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος για να έχουν μια πιο ανθρώπινη επιβίωση. Ήταν προϋπόθεση για οποιοδήποτε αγώνα για μια πιο αξιοπρεπή ζωή. Αυτό φαίνεται άλλωστε από τις απεργίες στις οποίες συμμετείχαν και οι μικρασιάτες πρόσφυγες ήδη από το 1924. Ύστερα, αυτή η ειρηνική συμβίωση δεν σαμποταρίστηκε και πολύ από το κράτος και τα αφεντικά. Από την μεριά των καπιταλιστών, αυτοί είχαν ανάγκη για όλο και περισσότερη εργατική δύναμη. Για αυτό το λόγο άλλωστε το κράτος έστειλε στην Ελευσίνα τους 2000 μικρασιάτες. Οι καπιταλιστές αφού μπορούσαν να εκμεταλλευτούν όλους τους εργάτες αποδοτικά, δεν χρειάζονταν τόσο πολύ να τους διαχωρίσουν σύμφωνα με κάποιο εθνικό κριτήριο. Και αν χρειάζονταν ένα κριτήριο διαχωρισμού αυτό ήταν καλύτερα το πολιτικό. Οι ριγμένοι ήταν οι αριστεροί συνδικαλιστές οι οποίοι σιγά σιγά άρχιζαν να υπάρχουν και στην Ελευσίνα. Από τη μεριά του κράτους, δεδομένης της στάσης των καπιταλιστών και αφού όλοι οι κάτοικοι της Ελευσίνας ήταν έλληνες (ή έστω αρκετά ελληνοποιημένοι) η ειρηνική συμβίωση δεν απειλούσε καμία εθνική ενότητα, ή τουλάχιστον δεν την απειλούσε περισσότερο από όσο η ίδια η ύπαρξη της οργανωμένης εργατικής τάξης από μόνη της.

.

Μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο η ειρηνική συμβίωση των κατοίκων της Ελευσίνας συνεχίζει να υπάρχει, αλλά ύπαρξή της πλέον στηρίζεται όλο και λιγότερο στην προλεταριακή κοινότητα και όλο και περισσότερο στο γεγονός ότι δεν κρίνεται ακόμα σκόπιμο από το κεφάλαιο να καταργηθεί. Ο μεταπολεμικός ελληνικός καπιταλισμός, καθώς αναπτύσσεται, αρχίζει να εφαρμόζει πιο εκλεπτυσμένες και όχι τόσο βίαιες μεθόδους διαχείρισης, καταπίεσης και εκμετάλλευσης για το μεγαλύτερο κομμάτι της εργατικής τάξης, διατηρώντας βέβαια τις ίδιες αρχαϊκές του όψεις για το άλλο, καθόλου αμελητέο, κομμάτι της τάξης, το πολιτικοποιημένο, τους αριστερούς, που είναι και οι ηττημένοι του εμφύλιου. Αυτήν την περίοδο το κράτος και το κεφάλαιο θέλουν και προσπαθούν να διαχωρίσουν την εργατική τάξη από το πιο αγωνιστικό της κομμάτι ναι μεν χρησιμοποιώντας μια εθνική ιδεολογία, την ιδεολογία της εθνικοφροσύνης, αλλά όχι διαχωρίζοντάς την ίδια την τάξη με βάση την εθνικότητα και την καταγωγή. Στην Ελευσίνα η βίαιη μορφή της διαχείρισης του προλεταριάτου δεν είναι τόσο έντονη, διότι το πιο αγωνιστικό κομμάτι της τάξης της πόλης περιορίζει από μόνο του την αγωνιστικότητά του στα πλαίσια της όποιας νομιμότητας του παρέχει ο συνδικαλιστικός θεσμός. Αυτό μπορεί να εξηγείται από το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι κατά ένα μέρος είναι μετανάστες που πρόσφατα έχουν έρθει στην πόλη από διάφορα μέρη της επαρχίας. Αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να έχουν ήδη γνωρίσει την ήττα του εμφύλιοι εκεί και να έχουν ζήσει τις συνέπειές αυτής της ήττας εκεί και έτσι, δεδομένου ότι ως νέοι κάτοικοι της πόλης δεν έχουν σχέσεις με τους ντόπιους, προσπαθούν να κάνουν μια νέα ήρεμη αρχή ελπίζοντας ότι εδώ το κράτος θα τους αφήσει ήσυχους. Ένας άλλος παράγοντας είναι το μικρό μέγεθος της πόλης. Η Ελευσίνα δεν είναι Αθήνα, ώστε να υπάρχει η ασφάλεια της ανωνυμίας (με τον όποιο τρόπο υπήρχε αυτή τότε στην Αθήνα) ή η εναλλακτική για τους νέους της νεοεμφανιζόμενης τότε αντικουλτούρας του ροκ με τις όποιες αλήτικες και ανήθικες συμπεριφορές την συνόδευαν. Στην Ελευσίνα ο μπάτσος μπορούσε να ξέρει φατσικά ή και προσωπικά τον κάθε ”ύποπτο” και ”επικίνδυνο” και πολύ πιο εύκολα να του κάνει τη ζωή δύσκολη. Τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, η αστυνομική τρομοκρατία και σε κάποιες περιπτώσεις και η εξορία ήταν μέθοδοι πειθάρχησης των προλετάριων που εφαρμόζονταν και στην Ελευσίνα άλλωστε. Άλλος ένας παράγοντας που έπαιξε ρόλο είναι ότι αυτά τα χρόνια της μετεμφυλιακής καπιταλιστικής ανάπτυξης στην ελλάδα η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται αρκετά και για πρώτη φορά μάλλον είναι δυνατόν και στην Ελευσίνα και στην ελλάδα γενικότερα να βελτιώνεται κάπως το βιοτικό επίπεδο των εργατών και των εργατριών δίχως να μειώνεται ο βαθμός της εκμετάλλευσης τους, ενώ παράλληλα κάποιοι λίγοι εργάτες και εργάτριες να μπορούν να ανελιχθούν και ταξικά. Έτσι η επιβίωση γίνεται πιο εύκολη και πιο υποφερτή. Η ειρηνική συμβίωση στην Ελευσίνα συνεχίζει να υπάρχει λοιπόν, αν και η προλεταριακή αγωνιστικότητα έχει καμφθεί ως ένα βαθμό, χωρίς να ενοχλεί τα αφεντικά. Η διάλυσή της δεν τους έχει φανεί ακόμα χρήσιμη και αναγκαία.

.

Αυτή η κατάσταση αλλάζει όμως μετά την χούντα, την εποχή από το 1981 και ύστερα. Αυτά τα χρόνια η ειρηνική συμβίωση στην Ελευσίνα παύει να είναι αποτέλεσμα της προλεταριακή κοινότητας, αφού η τελευταία διαλύεται. Η ειρηνική συμβίωση πλέον μένει μετέωρη.

Ο ελληνικός καπιταλισμός της μεταπολίτευσης, απαντώντας στη σύντομη προλεταριακή ανταρσία της δεκαετίας του 70 με αφομοίωση, αυτήν την περίοδο ενσωματώνει σε μεγάλο βαθμό την εργατική του τάξη στο πολιτικό σύστημα και το κράτος σταματάει την καταστολή της αριστεράς. Το κράτος καταφέρνει να πειθαρχεί την εργατική τάξη με όλο και λιγότερη βία. Οι πραγματικοί μισθοί ανεβαίνουν (χωρίς βέβαια πάλι να μειώνεται ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασίας) με τίμημα την αντικατάσταση της ταξικής συνείδησης και της προλεταριακής αγωνιστικότητας από την λογική του μέσου, της γνωριμίας, του βύσματος, από την καφρίλα που συνοδεύει την ατομική ανέλιξη, από τον μικροαστικό ατομισμό. Μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης μικροαστικοποιήθηκαν είτε στην πραγματικότητα είτε συνειδησιακά. Στην πόλη της Ελευσίνας πολλοί κάτοικοι πλέον, που παλιά ήταν εργάτες, έχουν ανοίξει διαφόρων ειδών μικροεπιχειρήσεις, ενώ πολλοί νέοι και νέες, παιδιά εργατικών οικογενειών, έχουν σπουδάσει και πλέον δεν είναι ότι δεν θέλουν να είναι εργάτες, γιατί η δουλειά είναι σκατά γενικά, αλλά δεν θέλουν να γίνουν και δεν θα γίνουν εργάτες γιατί αυτοί και αυτές ειδικά ‘‘αξίζουν κάτι καλύτερο’’. Πρέπει να είναι διευθυντές, στελέχη, αυτοαπασχολούμενοι, αυτοδημιούργητοι και ”αφεντικά του εαυτού τους” και άλλα τέτοια. Κάποιοι από αυτούς κι αυτές (τα πιο καθίκια κυρίως) όντως έγιναν τέτοιοι, κάποιοι άλλοι όμως, αν και προσπάθησαν, απέτυχαν. Όσοι συνέχισαν να είναι εργάτες από την άλλη στην πλειοψηφία τους δεν διέφεραν και τόσο πολύ στη συνείδηση και τη συμπεριφορά από τους υπόλοιπους. Δεν τους είχε απομείνει ούτε ίχνος από το παλιό ταξικό μίσος και, στην πλειοψηφία τους, είχαν γίνει γλείφτες ή ρουφιάνοι των αφεντικών τους. Πλέον, όλοι τους είχαν τα ίδια σκατά στο κεφάλι τους και στην καρδιά τους. Είχαν το μίζερο τιποτένιο εαυτούλη τους και μια μεγάλη, μεγαλομανή ιδέα για αυτόν. Δεν τους ένοιαζε τίποτα άλλο. Μόνο αυτό. Η παλιά αλληλεγγύη, άμεση υλική και συναισθηματική συνέπεια της προλεταριακής κοινότητας της παλιάς εποχής πλέον είχε σχεδόν εξαφανιστεί.

Πριν προλάβει να τελειώσει η δεκαετία του 1980 ο ελληνικός καπιταλισμός βλέπει την ανάπτυξή του να μην είναι και τόσο πολύ στα καλά της. Για την ακρίβεια βλέπει μια κρίση να τον πλησιάζει απειλητικά μαζί με το πολύ πιθανό ενδεχόμενο μιας κρατικής χρεοκοπίας. Μέσα σε αυτήν τη δεκαετία στην Ελευσίνα κλείνουν τα πρώτα εργοστάσια. Πλέον τα αφεντικά, σκεφτόμενοι πώς θα διαχειριστούν την κρίση, θα ήθελαν πολύ να βρουν ένα τρόπο αυτή να περάσει πάνω από την εργατική τάξη υποτιμώντας την συνολικά, αλλά αυτό ήταν επικίνδυνο να σταματήσει την ταξική ειρήνη από μεριάς προλετάριων, που είχε καταφέρει να φέρει η μεταπολίτευση λίγα μόλις χρόνια πριν. Έπρεπε να βρεθούν ύπουλοι τρόποι υποτίμησης της εργατικής τάξης, θολωμένοι με μπόλικη ιδεολογία. Χρειαζόταν ένας βαθύς διαχωρισμός της εργατικής τάξης, με βάση τον οποίο αυτή θα υποτιμούνταν εύκολα, και μάλιστα θα συμμετείχε και η ίδια στην υποτίμησή της. Χρειαζόταν ένας διαχωρισμός που η εφαρμογή του έπρεπε να γίνει και από τα πάνω, από το κράτος, αλλά και από τα κάτω, από την ίδια την τάξη, ως κανιβαλισμός. Έτσι η εφαρμογή του δεν θα προκαλούσε την αντανακλαστική δημιουργία μιας νέας προλεταριακής ενότητας και αλληλεγγύης. Στην Ελευσίνα πλέον, αν έμπαινε ένα τέλος στην ειρηνική συμβίωση των πληθυσμών της, αυτό δεν θα ενοχλούσε καθόλου τα αφεντικά του Θριασίου. Το αντίθετο μάλιστα, θα τους έλυνε τα χέρια. Αλλά είχαν περάσει τόσα χρόνια από τότε που ήρθαν και οι τελευταίοι μετανάστες στην Ελευσίνα που πλέον κανείς δεν μπορούσε να θεωρηθεί στα σοβαρά ξένος και να δαιμονοποιηθεί. Το πρόβλημα αυτό όμως δεν θα αργούσε να βρει τη λύση του.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η σοβιετική ένωση διαλύθηκε αφήνοντας πίσω της κοινωνίες-ερείπια, στις οποίες έκαναν κουμάντο μαφίες στην προσπάθειά τους να σχηματίσουν και να γίνουν τα νέα κράτη. Αυτή η διαδικασία εκτός των άλλων δυστυχιών παρήγαγε και πολλή μετανάστευση. Έτσι, στις αρχές και καθ’ όλη τη διάρκεια του 1990, στην ελλάδα έρχονται και εγκαθίστανται αρκετοί, αλβανοί οι περισσότεροι, μετανάστες εργάτες. Η Ελευσίνα δεν ήταν εξαίρεση. Ένας μεγάλος αριθμός μεταναστών έρχεται και στην Ελευσίνα και αποτελεί το πιο υποτιμημένο κομμάτι της εργατικής της τάξης. Αυτή η υποτίμηση παράγεται και επικυρώνεται από το κράτος μέσω της παρανομοποίησης τους. Δεν βρίσκει καμία αντίσταση από την συντριπτική πλειοψηφία της ντόπιας εργατικής τάξης και της ελληνικής κοινωνίας – ίσα ίσα που σε αρκετές περιπτώσεις βρίσκει μπόλικη βοήθεια – και λύνει ένα αρκετά μεγάλο μέρος των προβλημάτων του ελληνικού καπιταλισμού. Τα αφεντικά τώρα μπορούν εκμεταλλεύονται πολύ άγρια ένα κομμάτι της πολυεθνικής πλέον εργατικής τάξης της ελλάδας και αυτή η εκμετάλλευση να μην ενοχλεί κανέναν άλλο πέρα από τους μετανάστες. Στην περίπτωση αυτή η ταξική αλληλεγγύη από μεριάς των ντόπιων ήταν ανύπαρκτη.

Στην Ελευσίνα η ειρηνική συμβίωση του πληθυσμού γενικά και των εργατών ειδικά τελειώνει μαζί με την δεκαετία του 80. Τώρα πια που η πόλη δεν επεκτείνεται τόσο οριζόντια, αφού είναι περικυκλωμένη από εργοστάσια και αυτοκινητόδρομους, αλλά κατακόρυφα, οι μετανάστες δεν εγκαθίστανται στα όρια της πόλης χτίζοντας εκεί τα σπίτια τους, αλλά δίπλα, πάνω ή κάτω από το σπίτι των ντόπιων. Οι διαφορές στις καθημερινές συνήθειες, στον τρόπο ντυσίματος, διασκέδασης, συμπεριφοράς στο δημόσιο χώρο και στη χρήση του, στην ομιλούμενη γλώσσα, στην εθνικότητα δεν θα συνυπάρξουν ισότιμα, δεν θα συνδεθούν αλλά θα είναι η αφορμή και η δικαιολογία για την εμφάνιση ενός ρατσισμού. Ενός πολύμορφου ρατσισμού που στοχεύει τους πιο φτωχούς της εργατικής τάξης. Τώρα πια υπάρχει ρατσισμός στο σχολείο, στη δουλειά, στα λεωφορεία, στο δρόμο, στην πλατεία, στη γειτονιά. Έτσι τελειώνει η ιστορία της ειρηνικής συμβίωσης στο παρελθόν αυτής της πόλης. Τελειώνει με ρατσισμό για τους νέους κατοίκους της. Και έτσι ξεκινάει η ιστορία της (με όσο πιο πολλά εισαγωγικά γίνεται) ”ειρηνικής” συμβίωσης στο παρόν αυτής της πόλης. Ξεκινάει με έναν ρατσισμό που ανάλογα με τη δεκαετία, ανάλογα με την εθνικότητα των μεταναστών, τα συμφέροντα των αφεντικών και τις πολιτικές του ελληνικού κράτους, διαφοροποιεί, διευρύνει ή συρρικνώνει τους στόχους του. Από το 1990 μέχρι σήμερα η ”ειρηνική” συμβίωση στην Ελευσίνα σημαίνει ρατσισμός στους αλβανούς, τους βούλγαρους, τους πακιστανούς, τους αφγανούς και τελευταία τους σύριους.

.

Το τελευταίο επεισόδιο της ”ειρηνικής” συμβίωσης στην Ελευσίνα είναι προφανώς το ”πρόσφυγες καλωσορίσατε” που έπαιξε και εδώ και που ίσως είναι και μια νέα μορφή της ”ειρηνικής” συμβίωσης στην πόλη, όπου οι μετανάστες δεν θα κατοικούν ούτε στα όρια της πόλης, ούτε πάνω, κάτω ή δίπλα στους ντόπιους και τους μετανάστες που ήδη έχουν εγκατασταθεί. Ούτε καν στα πιο υπόγεια διαμερίσματά της. Οι μετανάστες πλέον θα κατοικούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης περιφρουρούμενα από κάθε λογής μπάτσο. Αυτή η ”ειρηνική” συμβίωση όπως φαίνεται θα γίνεται όλο και πιο ””””ειρηνική”””” όσο θα γίνεται λιγότερο συμβίωση.

.

Όσον αφορά στο πολιτισμικό κομμάτι και στον πολυπολιτισμό της Ελευσίνας, πρόκειται και εδώ για άλλη μια όψη του ρατσισμού που υπάρχει σε αυτήν την πόλη. Πρόκειται για την πιο καλή κρυψώνα του. Οι πολυπολιτισμικές δραστηριότητες που διοργανώνουν ο δήμος και οι πολιτιστικοί σύλλογοι, πέρα από γραφικές μαλακίες με μπόλικες δόσεις πατριωτισμού, επιβεβαιώνουν την απαγόρευση κάθε δημόσιας πολιτισμικής έκφρασης των μεταναστών. Οι ελληνικοί ή ελληνοποιημένοι πολιτισμοί και παραδόσεις που εκφράζονται στο δημόσιο χώρο της Ελευσίνας κυριαρχούν και σε συνδυασμό με την απόλυτη κυριαρχία του ορθόδοξου χριστιανικού εμετού στο θρησκευτικό πεδίο δημιουργούν ένα ξεκάθαρα εχθρικό περιβάλλον για τους πολιτισμούς και τις θρησκείες των μεταναστών. Αν και η πλειοψηφία των παραδοσιακών και πολιτισμικών στοιχείων που επιβιώνουν σήμερα στην ελλάδα και αλλού (και στις πατρίδες των μεταναστών) δεν πρέπει να είναι αξιομνημόνευτη με θετικό πρόσημο (πόσο μάλλον να γίνεται αφορμή και περιεχόμενο για εκδηλώσεις κοινωνικής μνήμης και αναπόλησης (πάλι με θετικό πρόσημο)), αν και το σύνολο των θρησκειών είναι ένας από τους κύριους εχθρούς κάθε απελευθερωτικής απόπειρας από πλευράς των καταπιεσμένων σε κάθε μέρος του κόσμου, το γεγονός ότι στην ελλάδα και στην Ελευσίνα συγκεκριμένα κυριαρχούν στο δημόσιο χώρο ολοκληρωτικά οι ελληνικές και χριστιανικές, παραδοσιακές πολιτισμικές εκφράσεις και εκδηλώσεις έναντι των μη ελληνικών και χριστιανικών, είναι μια πολύ σημαντική όψη του ρατσισμού. Είναι ένας ρατσισμός που, επειδή δεν αναδείχθηκε ποτέ, πλέον δεν γίνεται καν ορατός ως τέτοιος. Οι σημερινοί μετανάστες δεν είναι απλά φτωχοί, δεν είναι απλά άγρια εκμεταλλευόμενοι, δεν είναι απλά απαγορευμένοι από το κράτος όσον αφορά την ίδια τους την ύπαρξη, αλλά είναι και οι φορείς ενός πολιτισμού εξίσου απαγορευμένου, ενός πολιτισμού στιγματισμένου ως επικίνδυνου, που κάθε φορά που τον εκφράζουν θα σημαίνει ότι προκαλούν.

.

Τελειώνοντας, δεν γίνεται να μην γραφτεί και τίποτα ειδικά για το μικρασιατικό σύλλογο της Ελευσίνας που ως σύλλογος προσφύγων είναι, υποσυνείδητα συνήθως, πέραν κάθε υποψίας όσον αφορά στην άρθρωση αντιμεταναστευτικού και ρατσιστικού λόγου. Ο μικρασιατικός σύλλογος της Ελευσίνας το 2005 εξέδωσε το βιβλίο ”Οι Μικρασιάτες στην Ελευσίνα” του οποίου συγγραφέας είναι ο Γρηγόρης Γ. Σιδεράς. Αυτός ο τύπος λοιπόν γράφει αμέσως αμέσως, στην πρώτη σελίδα της εισαγωγής και στην δεύτερη παράγραφο: ”Όταν τον Αύγουστο το ”22 τα καράβια ξεφόρτωναν στον Πειραιά τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, ο πόνος, η πείνα και η ανασφάλεια ήταν καθισμένα στην ψυχή τους. Κι ήρθαν κι οι αρρώστιες από κοντά. Η αθλιότητα στο μεγαλείο της! Κι η χώρα στη μεγαλύτερη δυστυχία της σε όλους τους τομείς. Λένε ότι η φτώχεια είναι κακός σύμβουλος. Τα τελευταία χρόνια ήρθαν πάλι στην χώρα μας κάποιοι πρόσφυγες όχι όμως κυνηγημένοι. Η χώρα μας τώρα είναι ασύγκριτα πιο ικανή οικονομικά από ποτέ. Και πάλι έκανε γι’ αυτούς πολλά – και καλά έκανε. Αλλά αυτοί την γέμισαν πληγές. Έκλεψαν, σκότωσαν, σκόρπισαν και σκορπούν ακόμα τον τρόμο”. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο παρεξήγησης σε ό,τι παρατίθεται παραπάνω, υπάρχει μόνο η θρασύτατη ειλικρίνεια ενός φασίστα. Η ατομική ηλιθιότητα του συγγραφέα δεν είναι δικαιολογία ούτε για το συγγραφέα, ούτε για τους υπόλοιπους του συλλόγου (ας του παίρνανε το στυλό από το χέρι, ας μην το εκδίδανε και ας μην δέχονταν τα έσοδα), ούτε και για τον αριστερό δήμο της πόλης που τους δίνει κάθε χρόνο λεφτά για να υπάρχουν.

Αυτά τα ”ωραία” εκφράζανε τότε τον μικρασιατικό σύλλογο της Ελευσίνας και τους φίλους του και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα ίδια και χειρότερα θα πιστεύουν και θα λένε ακόμα. Αυτοί οι τύποι ξυπνάνε και κοιμούνται μισώντας τους τούρκους. Είναι τίγκα εκφραστές του ελληνικού εθνικισμού, της αιμοβόρας και φιλοπόλεμης αυτής ιδεολογίας και πολιτικής που πριν από έναν αιώνα η άτσαλη προσγείωσή της στα τουρκικά εδάφη είχε σαν τελικό αποτέλεσμα τη μετανάστευση των προγόνων τους. Τι να πούμε για αυτούς τους τύπους λοιπόν; Ότι είναι ξεφτιλισμένοι; Ότι πληρώνονται από το κράτος (μέσω του δήμου) για να συνεχίσουν όλα αυτά τα χρόνια το αγνό τους έργο; Ότι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και τζάμπα άμα λάχει επειδή τα λεφτά είναι λίγα; Ότι είναι λίγοι και γραφικοί; Κι όμως αυτοί οι τύποι ακούγονται, φαίνονται, υπάρχουν και κάνουν πράγματα στην πόλη εδώ και χρόνια. Είναι τιποτένιοι αλλά με μεγάλες ικανότητες (και μεγάλους συμμάχους). Μπορούν να κινητοποιούν μέρος του κόσμου της πόλης για χίλιες δυο μαλακίες την στιγμή που αυτός ο κόσμος έχει κάθε συμφέρον και θα έπρεπε να ασχολείται κυρίως με την αντικειμενική του κατάντια, την φτώχεια του. Και έτσι δεν είναι μόνο ο σύλλογος μικρασιατών. Έτσι είναι πάνω κάτω όλοι οι σύλλογοι αυτού του είδους και όλοι αυτοί οι σύλλογοι μαζί κινητοποιούν ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του κόσμου της πόλης. Επίσης, όλοι αυτοί οι σύλλογοι έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους με τους πολιτισμένους για καλύτερα αποτελέσματα¹.

.

Επιστρέφοντας στο άρθρο, βλέπουμε πλέον ξεκάθαρα ότι ο ανάμικτος πληθυσμός της Ελευσίνας για τον οποίο κάνει λόγο ο Δημήτρης Κριτσίλας, για τον οποίο καυχιούνται οι πολιτισμένοι και ο δήμος καθώς διαφημίζουν από δω κι από κει την πόλη και για τον οποίο μπορεί να είναι περήφανος και να νομίζει ότι τον υπερασπίζεται ένας μέσος, αφελής ή μπερδεμένος, ελευσίνιος αντιρατσιστής², δεν είναι τίποτα άλλο από ένα αληθοφανές ψέμα. Ο ανάμικτος πληθυσμός για τον οποίο κάνει λόγο ο Δημήτρης, οι πολιτισμένοι και ο δήμος είναι ο πληθυσμός της Ελευσίνας με την σύνθεση που είχε πριν το 1990 που όμως πλέον αυτός ο πληθυσμός έχει ομοιογενοποιηθεί τόσο πολύ στο εσωτερικό του που ό,τι πολυπολιτισμικό είχε μετά από τόσα χρόνια περιορίζεται διαχωρισμένο στη δράση των γραφικών πολιτισμικών συλλόγων. Ο χαρακτηρισμός του ανάμικτου και του πολυπολιτισμικού χάνει το νόημά του.

Στην Ελευσίνα όμως υπάρχει ανάμικτος πληθυσμός που την πολυπολιτισμικότητά του την έχει χεσμένη, διότι παράγει καθημερινά έναν νέο πολιτισμό δρομίσιο, αναφομοίωτο και καμιά φορά ανεξέλεγκτο. Είναι τα διάφορα πολυεθνικά παρεάκια που αράζουν στις πλατείες της πόλης και πίνουν μπάφους και μπίρες, βρομίζουν τους τοίχους της πόλης με ό,τι τους κατέβει στο κεφάλι και άμα λάχει κοπανάνε και κανέναν φασίστα. Αυτόν τον ανάμικτο πληθυσμό βέβαια ο Δημήτρης, οι πολιτισμένοι και ο Δήμος τον φοβούνται όσο δεν πάει και για αυτό δεν τον πολυδιαφημίζουν ως χαρακτηριστικό της Ελευσίνας. Αυτόν τον ανάμικτο πληθυσμό όχι απλά δεν τον διαφημίζουν, αλλά κάνουν και ό,τι μπορούν, με την συνεργασία της αστυνομίας ή και χωρίς αυτήν, για να τον καταστείλουν, να τον κάνουν αόρατο, να τον διώξουν από τα σημεία της πόλης που θα λάμψει ο πολιτισμός τους το 2021. Ο χώρος του αναψυκτηρίου στην πλατφόρμα από τον Σεπτέμβρη του 2016 εκεί που πριν ήταν γεμάτος αντιφασιστικά συνθήματα και graffiti είναι ζωγραφισμένος με μια αντιρατσιστική και αντιπολεμική υποτίθεται μαλακία, ενώ από το καλοκαίρι του 2017 ο ίδιος χώρος όλο και πιο συχνά, και πλέον σχεδόν καθημερινά, χρησιμοποιείται από τους πολιτισμένους. Τα μαγαζιά στην Νικολαΐδου καταλαμβάνουν όλο και πιο πολύ χώρο με τα τραπεζάκια τους. Ο πολιτισμένοι, οι μαγαζάτορες και τα εμπορεύματά τους βγαίνουν επιθετικά στο δημόσιο χώρο όχι για να συνυπάρξουν με αυτόν τον ανάμικτο πληθυσμό, αλλά για να τον διώξουν, για να καταλάβουν ολόκληρο το δημόσιο χώρο μόνο για πάρτη τους και για τους πελάτες τους.

.

[άνω τελεία: Αυτό το κείμενο διακόπτεται εδώ προσωρινά έχοντας την επίγνωση ότι όσα ιστορικά αναφέρθηκαν είναι κάτι παραπάνω από περιληπτικά. Ίσως είναι και εσφαλμένα. Σίγουρα όμως δεν είναι πιο ανιστόρητα από τις κυρίαρχες αφηγήσεις και σίγουρα βρίσκονται πιο κοντά στην πραγματικότητα από ότι αυτές. Η ιστορία της πόλης άλλωστε είναι γραμμένη από τους πολιτισμένους, το δήμο και τα αφεντικά. Για αυτό το λόγο οποιαδήποτε εξιστόρηση από ανταγωνιστική σκοπιά βρίσκει πολλά εμπόδια μπροστά της. Αρκετά από αυτά είναι ακόμα ανυπέρβλητα.]

.


1. Πέρα από τις μαλακίες που έχουν συνδιοργανώσει διάφοροι σύλλογοι με τους πολιτισμένους, ο φάκελος των πολιτισμένων κάνει λόγο και για πολιτιστικά συμβούλια γειτονιάς.
Μέχρι σήμερα έχει υπάρξει το ”Μυστήριο κανάλι” στο αναψυκτήριο στην πλατφόρμα που διάφοροι βλάκες από την Ελευσίνα κάνανε κλίσεις με Skype με κάποιους άλλους βλάκες από την Βρέμη και κάνανε καραγκιοζηλίκια μαζί (https://www.youtube.com/watch?v=Oojd9-X4eWA). Αυτό έγινε το καλοκαίρι του 2017. Η ηλιθιότητα οργανώνεται σε επίπεδο πόλης από την μία.

Έχει διοργανωθεί επίσης και ένας περίπατος στην γειτονιά των μικρασιατών που βιντεοσκοπήθηκε μάλιστα (https://www.youtube.com/watch?v=RF5gsQ4C5tw). Περπατάγανε στην γειτονιά μικρασιάτες και μικρασιάτισσες του συλλόγου με άλλους πολιτισμένους και τραγουδάγανε μικρασιάτικα τραγούδια, χορεύανε και δείχνανε τα σπίτια τους προσπαθώντας να αφηγηθούν πως ήταν η ζωή τα παλιά τα χρόνια. Προφανώς το όλο γεγονός αποτελεί ένα εγχείρημα αισθητικοποίησης και διαστρέβλωσης του παρελθόντος, των όποιων μνημών και εικόνων διασώζονται σήμερα. Στην ίδια γειτονιά λίγο καιρό αργότερα κάνανε προβολή το ντοκιμαντέρ ”Αγέλαστος Πέτρα”. Αυτό έγινε το φθινόπωρο του 2016. Η ηλιθιότητα οργανώνεται και σε επίπεδο γειτονιάς από την άλλη.

2. Στο τέλος του καλοκαιριού του 2017 στον πεζόδρομο της Νικολαΐδου ψηλά, στα κάγκελα του αρχαιολογικού χώρου, έγινε μια έκθεση φωτογραφίας για κάποιες βδομάδες (ή και μήνα). Μια θεματική πλάι στις άλλες (για τις ψαροταβέρνες, τα εργοστασιακά ερείπια, την θάλασσα και άλλες) ήταν ο μικρασιατικός συνοικισμός. Οι πολιτισμένοι εκεί δεν φάνηκε να δυσκολεύονται και πολύ να χωνέψουν και να ενσωματώσουν μερικά αναρχικά συνθήματα που υπάρχουν σε τοίχους σε αυτή την γειτονιά. Έτσι υπήρχαν λίγες φωτογραφίες όπου μπορούσε να δει κανείς έναν τοίχο με αλφάδια και αντιφασιστικά συνθήματα του τύπου ”η Ελευσίνα ξέρει από προσφυγιά” και κάτω μια λεζάντα που έλεγε κάτι του στυλ ”η Ελευσίνα είναι μια φιλόξενη πόλη από το 1900 έως και σήμερα” ή ”η Ελευσίνα τότε καλωσόρισε μικρασιάτες, τώρα καλωσορίζει Σύριους”. Οι ίδιοι άνθρωποι μέσω του δήμου σβήνουν πολιτικά συνθήματα και graffiti στο όνομα της καθαριότητας και της καλαισθησίας, οικειοποιούνται μέσω της πολιτιστικής πρωτεύουσας τα αναρχικά και αντιφασιστικά συνθήματα (ντάξει όχι και όλα, κάτι πρέπει να σβήσουν άλλωστε) για να δείξουν ότι όλη η κοινωνία της Ελευσίνας είναι ένα, είναι ενωμένη και γουστάρει πολιτιστική πρωτεύουσα.