Κανένα μνημείο δεν είναι αθώο

Η πόλη είναι ένα πεδίο μάχης. Είναι ένας τόπος διεξαγωγής της ταξικής πάλης. Η μορφή της και οι χρήσεις της είναι κάτι που αλλάζει στο χρόνο ανάλογα με το ποιος νικάει και ποιος χάνει στην ταξική πάλη.

Υπάρχουν από την μία οι παρεμβάσεις του κράτους, των αφεντικών, των ιδεολόγων και των καλλιτεχνών τους. Αυτοί φτιάχνουν εθνικά μνημεία και οργανώνουν εθνικές γιορτές, πολεοδομούν οργανώνοντας τους διαχωρισμούς και την απομόνωση, φτιάχνουν στρατόπεδα συγκέντρωσης, εξευγενίζουν και αποστειρώνουν πλατείες, πεζόδρομους, γειτονιές, επεκτείνουν και βαθαίνουν την κυριαρχία του εμπορεύματος πάνω σε οτιδήποτε, παράγουν τέχνη προσπαθώντας να κάνουν υποφερτό το ανυπόφορο.

Από την άλλη υπάρχει η μάζα των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων που κατοικεί στο ανυπόφορο και προσπαθεί να αποδράσει από αυτό. Είτε γιατί δεν μπορεί να επιβιώσει εντός του και αναγκάζεται να εφευρίσκει πρόσκαιρους τρόπους ώστε να την παλέψει. Είτε γιατί συνειδητά δεν το γουστάρει, γιατί έχει συνειδητοποιήσει την κοινωνική φύση της αθλιότητάς της και το γεγονός ότι αυτή μπορεί να καταργηθεί. Οι παρέες με τις άδειες τσέπες που αράζουν στα παγκάκια, που λερώνουν τους τοίχους της πόλης με τα (πολιτικά και μη) συνθήματά τους, που μισούν τους φασίστες και τους μπάτσους, που βαριούνται την δουλειά τους όσο δεν πάει και χαρακτηρίζονται από μια παντελή έλλειψη εθνικού φρονήματος είναι η καρδιά της πόλης. Το πιο όμορφο πρόσωπό της. Από κει προκύπτουν κατά καιρούς οι διάφορες συμπεριφορές, τρόποι σκέψης, επιθυμίες και σχέσεις που εναντιώνονται στο θλιβερό υπάρχον και σκανδαλίζουν τον κυρίαρχο, ρατσιστικό, πατριωτικό και φιλοπόλεμο καθωσπρεπισμό αφήνοντας παράλληλα και το στίγμα τους στον χώρο.

.

Το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη στην Ελευσίνα φτιάχτηκε το 1929 προς τιμήν των Ελευσίνιων νεκρών στρατιωτών κατά την κατάκτηση της μακεδονίας από το ελληνικό κράτος το 1912-1913. Δίπλα από το κεφάλι του βασιλιά, λέει ”εις μνήμην των υπέρ πατρίδος πεσόντων ελευσίνιων 1912-1913”.

.

Ο πόλεμος αυτός (πρόκειται για τους βαλκανικούς πολέμους) είχε σαν συνέπεια την διεύρυνση των συνόρων του ελληνικού κράτους. Ήταν ένας επεκτατικός πόλεμος από μεριάς του ελληνικού κράτους. Πέθαναν έλληνες, βούλγαροι, σέρβοι και τούρκοι στρατιώτες και αρκετοί άμαχοι κάτοικοι της περιοχής της μακεδονίας και όχι μόνο.

Στην μακεδονία τότε δεν είχε σχηματισθεί ακόμα έθνος-κράτος. Ήταν ακόμα κομμάτι της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο πληθυσμός της ήταν πολυεθνικός. Τα διάφορα έθνη/εθνοτικές ομάδες δεν ξεχώριζαν με ένα ξεκάθαρο και απόλυτο τρόπο. Το μπαστάρδεμα ήταν ένα φαινόμενο αρκετά ευρύ. Κάτι ανάλογο βέβαια ίσχυε για τα υπόλοιπα βαλκάνια (ναι, και για την ελλάδα). Στην περιοχή της μακεδονίας υπήρχαν άνθρωποι που ισχυρίζονταν ότι είναι έλληνες, ενώ άλλοι βούλγαροι, τούρκοι, μακεδόνες, εβραίοι, βλάχοι, αρμένιοι, σέρβοι, αλβανοί. Υπήρχαν επίσης και περιπτώσεις όπου σε μια οικογένεια το κάθε μέλος ισχυριζόταν ότι ανήκει σε άλλο έθνος: ο πατέρας βούλγαρος και ο γιος έλληνας για παράδειγμα. Υπήρχαν και πληθυσμοί που ενώ ισχυρίζονταν ότι είναι πχ. έλληνες δεν μίλαγαν ελληνικά, αλλά βουλγάρικα ή τούρκικα. Γενικά έτσι ήταν ο κόσμος πριν την δημιουργία των εθνών κρατών. Αυτό που τώρα σκεφτόμαστε, όταν ακούμε την λέξη έθνος, το ότι ένας πληθυσμός παρέμεινε εθνικά καθαρός και σταθερός για χιλιάδες χρόνια, είναι απλά ένα εθνικό, κρατικό παραμύθι.

Μερικά κομμάτια του πληθυσμού της μακεδονίας είχαν αρχίσει να εκφράζουν την επιθυμία για απελευθέρωση/αυτονόμηση από την οθωμανική αυτοκρατορία ήδη από τον 19ο αιώνα. Το τι θα ακολουθούσε μετά την απελευθέρωση ήταν όμως ένα ζήτημα άλυτο. Μερικοί ήθελαν ένα δικό τους μακεδονικό έθνος-κράτος, κάποιοι άλλοι ήθελαν μια βαλκανική σοσιαλιστική ομοσπονδία, κάποιοι άλλοι ήθελαν ένωση με την ελλάδα και άλλοι με την βουλγαρία. Ο ελληνικός και ο βουλγαρικός εθνικισμός ήδη από δεκαετίες πριν προσπαθούσαν να επηρεάσουν την κατάσταση προς το συμφέρον τους με διάφορα (συχνά αιμοβόρα) μέσα. Οι προσπάθειες του ελληνικού εθνικισμού έχουν μείνει στην κυρίαρχη ιστορία ως “μακεδονικός αγώνας” και μαζί μας προίκισαν και με μερικούς ήρωες-χασάπηδες (τους λεγόμενους μακεδονομάχους).

Ο πόλεμος αυτός είπαμε ότι είχε νεκρούς στρατιώτες και νεκρούς άμαχους. Όταν τέλειωσε, οι νεκροί στρατιώτες έγιναν ήρωες, οι νεκροί άμαχοι ξεχάστηκαν. Όσο για τους επιζήσαντες ντόπιους πολυεθνικούς πληθυσμούς της νεοαποκτηθείσας μακεδονικής περιοχής επρόκειτο να ζήσουν την αρχή μιας μακροχρόνιας και αρκετά βίαιης ελληνοποίησης. Επρόκειτο να τους πάρουν τις περιουσίες, να τους εκτοπίσουν, να τους εξορίσουν, να τους απαγορεύσουν την γλώσσα τους, τους στοίχους από τα τραγούδια τους, επρόκειτο να βασανιστούν και να πεθάνουν, αν αντιστέκονταν συνειδητά ή ασυνείδητα. Όλα αυτά από το ελληνικό κράτος.

.

Το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη φτιάχτηκε σε διάφορες πόλεις και χωριά της ελλάδας κατά τον μεσοπόλεμο για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του ελληνικού εθνικισμού. Είναι μια απεικόνιση του θανάτου που σκόρπισε το ελληνικό κράτος και μια προσπάθεια δικαιολόγησης του. Τον νοηματοδοτεί ως θάνατο για το ιδανικό της εθνικής απελευθέρωσης, ως θυσία “για να ζούμε εμείς ελεύθεροι σήμερα”. Πρέπει να σκεφτούμε το μνημείο παράλληλα με την πατριωτική προπαγάνδα που κάνει το ελληνικό κράτος στους υπηκόους του μέσα από το σχολείο, τον στρατό, τα μμε της κάθε εποχής. Όλα αυτά αποτελούν για το κράτος διάφορα μέσα για να παράγει εθνικισμό. Τα μέσα αυτά συμπληρώνουν το ένα το άλλο και τελικά φαίνεται σαν ο εθνικισμός και η λογική του να είναι κάτι το αυτονόητο, φυσικό και αιώνιο. Το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη βοηθάει στην προσπάθεια του ελληνικού κράτους να δημιουργήσει στους καταπιεσμένους/εκμεταλλευόμενους της ελληνικής επικράτειας ένα πατριωτικό αίσθημα (να νιώσουν ότι είναι έλληνες), μια περηφάνια που είναι έλληνες και μια διάθεση να σκοτώσουν και να ψοφήσουν, αν χρειαστεί για την ελλάδα τους.

Mε το μνημείο αυτό δεν αφιερώνεται απλά ένα κομμάτι μάρμαρο στους νεκρούς στρατιώτες. Μέσω αυτού η πατρίδα λέει στους ζωντανούς: “Αυτοί που σκότωσαν και ψόφησαν για μένα είναι ήρωεςΔεν περιμένω τίποτα λιγότερο από σας. Το μάρμαρο αυτό χωράει πολλά ονόματα ακόμα”. Και όντως σε κάθε επόμενο πόλεμο τα ονόματα των νεκρών στρατιωτών θα σκαλίζονται στο ίδιο κομμάτι μάρμαρο.

Οι στρατιώτες, όταν πάνε στον πόλεμο ως κρέας για τα κανόνια, ως αναλώσιμοι, είναι όλοι τους ένα και το αυτό για το κράτος. Έτσι μια αφηρημένη μαρμάρινη μορφή ενός στρατιώτη είναι αρκετή για όλους τους. Η μιλιταριστική ισοπεδωτική ομοιομορφία ακολουθεί τους στρατιώτες ακόμα και μετά τον θάνατο.

Το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη σε καμία περίπτωση δεν είναι ένα μνημείο ενάντια στον πόλεμο. Στο κάτω κάτω αφορά μόνο τους νεκρούς πολεμιστές και όχι τους νεκρούς άμαχους.

.

Αν και ο πόλεμος γίνεται πλέον με διαφορετικό τρόπο από ότι ο α’ και ο β’ παγκόσμιος πόλεμος, ο περισσότερος κόσμος έχει ακόμα μια εικόνα για τον πόλεμο σαν αυτή του α’ και του β’ παγκοσμίου. Βάσει αυτής μπορούμε να πούμε μερικά πράγματα γενικά για τον πόλεμο που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα.

Οι στρατιώτες πάνε συνήθως στον πόλεμο για να σκοτώσουν και να πεθάνουν, διότι είναι αναγκαστικό. Αρκετοί από αυτούς όμως πάνε και εθελοντικά. Αυτοί λοιπόν που πάνε εθελοντικά ας ψοφήσουν, δεν παίζει πρόβλημα. Αυτοί που πάνε όμως επειδή δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς είναι όντως μαλακία που πεθαίνουν και που αναγκάζονται να σκοτώσουν για να μην πεθάνουν ή τουλάχιστον για να κερδίσουν λίγο χρόνο ζωής ακόμα στο πεδίο της μάχης. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να το αποτρέψουν αυτό. Αν και αυτό δεν είναι πάντα αλήθεια, (η ιστορία έχει αρκετά παραδείγματα λιποταξίας), ας πούμε ότι είναι. Ας πούμε ότι όντως ατομικά δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα.

Συλλογικά όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το τι γίνεται την στιγμή που ξεκινάει ένας πόλεμος, τι επιλογές έχουν οι μελλοθάνατοι και τι επιθυμούν έχει να κάνει με το τι έκαναν, τι επέλεξαν και τι επιθυμούσαν οι ίδιοι αυτοί μελλοθάνατοι συλλογικά τις δεκαετίες πριν τον πόλεμο. Η ίδια η διεξαγωγή ενός πολέμου στηρίζεται πάνω στην ήττα του προλεταριάτου στις χώρες μεταξύ των οποίων γίνεται ο πόλεμος. Το προλεταριάτο για να πηγαίνει στον πόλεμο σημαίνει ότι πριν έχει χάσει στον ταξικό πόλεμο. Σημαίνει ότι δεν έχει καταφέρει να οργανωθεί έτσι, ώστε το κράτος του να το αντιμετωπίζει σαν εσωτερικό εχθρό και άρα να μην το συμφέρει να ανοίξει μέτωπα και στο εξωτερικό του. Στην τελική, σημαίνει ότι έχει προηγηθεί και ένα διανοητικό σακάτεμα και το προλεταριάτο δεν έχει ταξική συνείδηση (η οποία είναι τέτοια μόνο στο βαθμό που είναι και διεθνιστική/αντεθνική/αντιπολεμική) αλλά εθνική/πατριωτική και έτσι δεν είναι σε θέση να αρνηθεί συλλογικά να γίνει κρέας για τα κανόνια.

Να σημειωθεί εδώ ότι δεν ισχυρίζεται κανείς ότι για τους νεκρούς των πολέμων φταίνε οι ίδιοι οι νεκροί. Προφανώς φταίνε τα κράτη, τα αφεντικά, οι θρησκείες, τα έθνη. Εδώ λέγονται αυτά, μόνο και μόνο για να αναδειχθεί το γεγονός ότι ο πόλεμος δεν είναι κάτι το οποίο δεν μπορούμε με τίποτα να αποφύγουμε, αλλά αντιθέτως προετοιμάζεται σιγά σιγά πολύ πριν σκορπίσει μαζικό θάνατο και αυτό ισχύει πιο πολύ από ποτέ σήμερα. Προετοιμάζεται στο σχολείο, στις εθνικές γιορτές, στην εκκλησία, στα media, στην υποχρεωτική στράτευση, στην κρατική διαχείριση των μεταναστών, στην υποτίμηση τελικά της εργασίας και της ζωής της πολυεθνικής εργατικής τάξης μέσω της αναπαραγωγής των φυλετικών, έμφυλων, θρησκευτικών, ηλικιακών και άλλων διαχωρισμών της. Επομένως κάθε προσπάθεια αποδόμησης των εθνικών αφηγήσεων και προσβολή εθνικών συμβόλων, κάθε αντιθρησκευτική προσβλητική πράξη, κάθε άρνηση στράτευσης, κάθε έκφραση ταξικής αλληλεγγύης στους μετανάστες και κάθε αντιφασιστική δράση στους δρόμους, κάθε δραστηριότητα που κινείται προς την αμφισβήτηση των διαχωρισμών στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, όλα αυτά είναι μικρές ή μεγάλες προσπάθειες εναντίωσης στον πόλεμο. Χτίζουν την προλεταριακή κοινότητα στην βάση της εναντίωσης στο έθνος και τις νόρμες του. Είναι προσπάθειες διάρρηξης της εθνικής ενότητας.

.

Ας επιστρέψουμε όμως τώρα στο άγαλμα του άγνωστου στρατιώτη. Μπορούμε να πούμε κάτι με σιγουριά για τους στρατιώτες που πήγαν εξαναγκαστικά στους πολέμους του παρελθόντος. Μπορούμε να πούμε ότι ακόμη και κρίμα να είναι που πέθαναν, δεν είναι ήρωες διότι πολέμησαν για το κράτος, το έθνος, την θρησκεία, τα αφεντικά τους. Κατά μια έννοια μπορούμε να πούνε ότι πιάστηκαν μαλάκες.Ένα μνημείο προς τιμήν τους από το κράτος που τους έστειλε στο πόλεμο είναι μια προσβολή ακόμα και για αυτούς τους ίδιους. Για όσο θα κυριαρχεί η βλακεία όμως στα σακατεμένα από τον εθνικισμό κεφάλια των φτωχών τα μνημεία του άγνωστου στρατιώτη δεν θα γίνονται αντιληπτά ως προσβολή αλλά ως αναγνώριση ηρωικών αγώνων.

.

Με δεδομένα τα παραπάνω, μια βεβήλωση του μνημείου του άγνωστου στρατιώτη γίνεται αντιληπτή από κάθε λογής πατριώτη ως προσβολή της πατρίδας του. Και όντως έτσι είναι. Ο πατριώτης προσβάλλεται, θυμώνει και γκρινιάζει. Ο δεξιός πατριώτης ενοχλείται, διότι του βρίζουν το έθνος. Ο αριστερός πατριώτης ενοχλείται, γιατί του βρίζουν τους αγωνιστές παππούδες του. Οι πατριώτες ενοχλούνται για χάρη του κράτους τους, γιατί οι βέβηλοι είναι αντεθνικιστές, προδότες και εχθροί του έθνους και δεν ψήνονται με τον στρατό και τον πόλεμο.

.

Τα παραπάνω γράφτηκαν προς υπεράσπιση μιας αντεθνικής και αντιμιλιταριστικής εικαστικής παρέμβασης στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη στην Ελευσίνα που έγινε στα τέλη του Σεπτέμβρη του 2018.

Το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη βεβηλώθηκε με συνθήματα και βρισιές ενάντια στο στρατό και το ελληνικό έθνος. Η αλήθεια είναι ότι οι πατριώτες ενοχλήθηκαν κυρίως λόγω των βρισιών, διότι έτσι η προσβολή ήταν πιο άμεση σε αντίθεση με τα πολιτικά συνθήματα τα οποία ως ένα βαθμό τα έχει συνηθίσει το μάτι τους. Τα συνθήματα και οι βρισιές βρήκαν τον στόχο τους. Τα ακροδεξιά site κάνανε τις αναρτήσεις τους για να διαδώσουν την είδηση της προσβολής και οι πατριώτες στα facebook τους εξέφρασαν την πατριωτική βλακεία και την αγανάκτησή τους. Τελικά μετά από λίγες μέρες ο άγνωστος στρατιώτης πλύθηκε από τον δήμο.