Πολιτισμός, αρχαία, πολυπολιτισμικότητα, βιομηχανική ιστορία και κληρονομιά. Κατασκευάζοντας την νέα ταυτότητα της Ελευσίνας. (τρίτο κεφάλαιο)

.

Τρίτο κεφάλαιο: Βιομηχανικό παρελθόν. Βιομηχανική κληρονομιά. Η ιστορία της Ελευσίνας και η χρήση της. H ιστορία ενός πολέμου που συνεχίζεται.

.

 

”Γιατί το Παλιό Ελαιουργείο

Η αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα και η αισθητική αξία των ανενεργών βιομηχανικών χώρων αλλά και η συναισθηματική τους αξία για τις τοπικές κοινωνίες υπαγορεύουν αναντίρρητα την προβολή και διατήρηση της τεχνολογικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς καθώς και την αξιοποίηση των υπολειμμάτων της βιομηχανικής δραστηριότητας, με την παράλληλη επαναχρησιμοποίηση και ανάδειξη του βιομηχανικού τοπίου, των παλιών εργοστασίων και κατασκευών, των αλλοτινών κτιρίων παραγωγής. Η επανάχρηση δε των ανενεργών βιομηχανιών για πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς είναι θεωρούμε η πλέον αρμόζουσα, μιας και τα κτήρια αυτά αποτελούν αφ’ εαυτών ζωντανά σχολεία και μουσεία. 

Η επιλογή του χώρου του Παλαιού Ελαιουργείου της Ελευσίνας εγγράφεται στα πλαίσια της ατένισης των βιομηχανικών μνημείων ως πληροφοριακών ορόσημων, ως πολιτιστικών και ιστορικών αποτυπωμάτων με εγχάρακτες πολιτιστικές και περιβαλλοντικές επιδράσεις. 

Η δε γειτνίασή του με τον λόφο των αρχαιοτήτων υποβάλλει την αναγκαιότητα της διατήρησης της βιομηχανικής κληρονομιάς παράλληλα με την διατήρηση της αρχαιολογικής και ιστορικής πολιτισμικής κληρονομιάς.”¹

Το παραπάνω είναι απόσπασμα από την εξήγηση του γιατί το Αττικό Σχολείο Αρχαίου Δράματος επιλέγει το Παλιό Ελαιουργείο της Ελευσίνας για να κάνει τις δραστηριότητές τα τελευταία 6 καλοκαίρια.

Σε πολύ λίγες γραμμές βλέπουμε το αττικό σχολείο να αρθρώνει έναν λόγο για την πόλη, για τα βιομηχανικά της κατάλοιπα και τα αρχαία της. Ο λόγος αυτός περιγράφει κάτι δήθεν υπαρκτό. Κάτι που όλοι οι ελευσίνιοι το αντιλαμβάνονται και το γνωρίζουν από μόνοι τους, ακόμη κι αν δεν έχουν αντιληφθεί την ύπαρξη αυτού του λόγου. Υποτίθεται πως κάθε ελευσίνιος βλέπει τα εργοστασιακά ερείπια και αισθάνεται κάτι το οποίο έρχεται και το κάνει λέξεις και του δίνει συνοχή ο λόγος αυτός. Μήπως όμως τα πράγματα είναι αντίστροφα; Μήπως ο ίδιος αυτός ο λόγος, που είναι ο λόγος της εξουσίας – άσχετα από το αν τον εκφέρει το αττικό σχολείο, οι πολιτισμένοι, ο δήμος ή κάποιος αρχιτέκτονας – κατασκευάζει το αντικείμενό του; Μήπως το κατασκευάζει καθώς το περιγράφει;

.

Η συναισθηματική αξία που έχουν για την τοπική κοινωνία οι ανενεργοί βιομηχανικοί χώροι έχει αλλάξει πάρα πολύ τις τελευταίες δεκαετίες. Παλιά αυτοί οι χώροι γεννούσαν αρνητικά και εχθρικά συναισθήματα στην πλειοψηφία των ελευσίνιων εργατών. Σήμερα σε όλο και περισσότερους ανθρώπους γεννάνε θετικά συναισθήματα ή αδιάφορα. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή λιγοστεύουν οι εν ζωή άνθρωποι που δούλευαν εκεί. Παίζει και αυτό τον ρόλο του βέβαια, αλλά για αυτήν την συναισθηματική αλλαγή στην τοπική κοινωνία ευθύνεται κυρίως η έλλειψη ταξικού μίσους από μεριάς των σύγχρονων προλετάριων και ο λόγος της εξουσίας για την διατήρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς. Αυτό που συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες στην τοπική κοινωνία της Ελευσίνας είναι η αντικατάσταση της βιωματικής συλλογικής μνήμης που θυμάται την ταξική εκμετάλλευση και καταπίεση μέσα στους βιομηχανικούς χώρους από μια κατασκευασμένη από την εξουσία ιστορική αφήγηση που παρουσιάζει τους χώρους αυτούς σαν να μην ήταν τόποι διεξαγωγής της ταξικής πάλης.

.

Η νεότερη ιστορία της Ελευσίνας είναι η ιστορία ενός πολέμου. Ενός ταξικού/κοινωνικού πολέμου τον οποίο μέχρι τώρα κερδίζουν τα αφεντικά και το κράτος. Ως νικητές είναι σε θέση να ορίζουν ποια αφήγηση της ιστορίας, ποια εξιστόρηση του πολέμου αυτού, είναι ‘‘αληθινή’’ και ‘‘αντικειμενική’’. Έτσι, λοιπόν, ορίζουν ως τέτοια μια αφήγηση που εξαφανίζει τον πόλεμο, που τον μετατρέπει σε ειρήνη. Εκεί που υπήρξε βία και καταναγκασμός λένε ότι υπήρξε συνεργασία και μερικές ‘‘παρεξηγήσεις’’. Εκεί που υπήρξε εκβιασμός και αρπαγή λένε ότι υπήρξε συνεννόηση και προσφορά.

Το γεγονός ότι δεχόμαστε και εμείς αυτήν την ιστορία ως αντικειμενική είναι ένδειξη της ήττας μας στο διανοητικό επίπεδο. Για να ξεπεράσουμε αυτήν την ήττα πρέπει να φτιάξουμε μια αφήγηση που να μας είναι χρήσιμη για τις ανάγκες μας και τους αγώνες μας στο σήμερα. Πρέπει να σχηματίσουμε μια εικόνα, όσο πιο συγκεκριμένη και λεπτομερή γίνεται, για την καθημερινότητα της εργατικής τάξης της Ελευσίνας από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι και σήμερα. Για τους αγώνες της ενάντια στην εργασία και για τις στρατηγικές επιβίωσης που εφηύρε. Όταν το καταφέρουμε αυτό, τότε οι αφηγήσεις της εξουσίας δεν θα μας φαίνονται απλά ηλίθιες και απλοϊκές, αλλά εξοργιστικές και προσβλητικές. Προσβλητικές για εμάς στο τώρα. Θα καταλαβαίνουμε ότι είναι άλλη μια όψη της υποτίμησής μας.

.

Όταν ο δήμος, τα αφεντικά της πόλης, οι πολιτισμένοι, τα τσιράκια τους (πολιτισμικοί-λαογραφικοί σύλλογοι, εργατικό κέντρο) και οι ιδεολόγοι τους (πανεπιστημιακοί που κάνουν έρευνες και μελέτες για διάφορα θέματα σχετικά με την πόλη) αφηγούνται την ιστορία της Ελευσίνας, τότε ο στόχος τους εκτός των άλλων είναι και πολιτικός. Θέλουν να καταστρέψουν και να επανακαθορίσουν τη σχέση του προλεταριάτου με το παρελθόν του. Μια σχέση πολύ σημαντική, αφού το παρελθόν μπορεί υπό όρους να γίνει μια πηγή ταξικού μίσους και συνείδησης. Η ιστορική μνήμη είναι ένα βασικό εργαλείο για να ξαναγίνουν απειλητικές οι προλεταριακές αρνήσεις.

Η αφήγηση της ιστορίας από την εξουσία είναι μια συνεχής διαδικασία που αφορά το παρόν, την καθημερινή μας ζωή. Αυτή η διαδικασία θέλει να δικαιολογήσει την αθλιότητα της ζωής μας στο βαθμό που δεν μπορεί να την αποκρύψει. Λέει ότι η σημερινή αθλιότητα ήταν πάντα παρούσα με την μια ή την άλλη μορφή, ότι δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς τα πράγματα, ότι είναι αναγκαία ώστε να υπάρξει πρόοδος για την πατρίδα, ότι στο παρελθόν κανείς δεν αμφισβήτησε την αναγκαιότητα αυτή και ότι το ίδιο πρέπει να κάνουμε και εμείς σήμερα. Επίσης λέει ότι είμαστε και τυχεροί γιατί αυτή η αθλιότητα πλέον δεν είναι τόσο μεγάλη όσο στο παρελθόν.

Οι αφηγήσεις της εξουσίας παραλείπουν σχεδόν πάντα να συμπεριλάβουν όχι απλά τις λεπτομέρειές αλλά και ολόκληρες τις συγκρουσιακές απεργίες που έγιναν το 1929 και το 1936 στην Ελευσίνα από απεργούς. Οι δύο αυτές απεργίες χαλάνε με μιας τους μύθους που περιγράφουν την εργατική τάξη της πόλης στο παρελθόν είτε ως καημένης και ανήμπορης είτε ως συμβιβασμένης με τη φτώχεια της που έκανε υπομονή μέχρι να έρθουν οι καλές μέρες της καπιταλιστικής ευημερίας. Ευτυχώς, για αυτές τις δύο απεργίες μπορούμε να πάρουμε μια καλή εικόνα από τις εφημερίδες της εποχής. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τις άλλες παραλείψεις των αφηγήσεων της εξουσίας. Η εξιστόρηση της εξουσίας σωπαίνει όταν πρόκειται για όλες αυτές τις στρατηγικές επιβίωσης που σκαρφίστηκε όλα αυτά τα χρόνια η εργατική τάξη της πόλης. Για τις μοριακές, καθημερινές αντιστάσεις της μέσα και έξω από τα εργοστάσια. Για τις διάφορες μορφές αλητείας στους δρόμους, στις ταβέρνες και στα καφενεία. Για κάποιες από αυτές τις συμπεριφορές, τις συνήθειες, τις μορφές αγώνα μπορούμε να βρούμε διάσπαρτα στοιχεία που ξεφεύγουν κατά λάθος από αυτούς που γράφουν την ιστορία σε διάφορα βιβλία ή ντοκιμαντέρ. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι κατά την κατοχή στο λιμάνι όταν έφταναν τα τσουβάλια με τις σταφίδες οι λιμενεργάτες μπορούσαν να ψειρίζουν σταφίδες, όπως επίσης ότι σε πολλά εργοστάσια μπορούσαν τις βραδινές βάρδιες να την πέφτουν για ύπνο καβατζωτά. Για τις περισσότερες όμως στρατηγικές επιβίωσης τέτοιου είδους δεν θα βρούμε τίποτα. Ίσως να χάθηκαν μαζί με τους αγώνες εκείνης την εποχής, είναι μέρος της συνολικής ήττας τους.

.

Η κυρίαρχη αφήγηση της ιστορίας της πόλης είπαμε ότι κάνει τα αδύνατα δυνατά για να εξαφανίσει ή τουλάχιστον να διαστρεβλώσει τους ταξικούς αγώνες του παρελθόντος. Αυτό το καταφέρνει σε πολύ μεγάλο βαθμό και απόδειξη είναι η επιτυχία της προσπάθειας αισθητικοποίησης του βιομηχανικού τοπίου της πόλης και μουσειοποίησης της εργατικής φιγούρας του εργοστασιακού εργάτη.

.

Αυτή η προσπάθεια ξεκίνησε ως ιδέα και λόγος δειλά δειλά από την δεκαετία του 1980, απόκτησε συνοχή την δεκαετία του 1990, ενώ ωρίμασε και πέρασε στην πράξη από το 2000 και μετά. Το 1980 πρωτοεμφανίστηκε ο λόγος (και το αντίστοιχο επιστημονικό πεδίο) περί ύπαρξης μιας βιομηχανικής κληρονομιάς στην ελλάδα και μιας ανάγκης και ευκαιρίας για αξιοποίησή της. Στην Ελευσίνα δημιουργούνταν τότε τα πρώτα εργοστασιακά ερείπια (Κρόνος, Ίρις, Ελαιουργική, Παλαιό Ελαιουργείο, Βότρυς) ως ένα από τα αποτελέσματα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης της εποχής εκείνης. Ο λόγος αυτός βρήκε λοιπόν στην Ελευσίνα χώρο για να αναπτυχθεί και φάνηκε χρήσιμος σε μια μερίδα των τοπικών αφεντικών και πολιτικών του δήμου που έβλεπαν σε αυτόν ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης για την πόλη στην νέα μεταβιομηχανική καπιταλιστική εποχή που σιγά σιγά ξεκινούσε.

Την δεκαετία του 1990 η αισθητικοποίηση του βιομηχανικού τοπίου της πόλης, η μουσειοποίηση της φιγούρας του εργοστασιακού εργάτη μαζί με κάποιες άλλες προσπάθειες για αξιοποίηση της αρχαίας ιστορίας και κληρονομιάς της πόλης, αποτέλεσαν το περιεχόμενο ενός από τα πιο μεγάλα και μακροπρόθεσμα σχέδια για το μέλλον της πόλης. Το σχέδιο για τη μετατροπή της Ελευσίνας σε τουριστική πόλη και κέντρο πολιτισμού. Αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για την κατασκευή της νέας της ταυτότητας.

Η προσπάθεια αισθητικοποίησης του βιομηχανικού τοπίου και μουσειοποίησης του βιομηχανικού εργάτη απέκτησε τα πρώτα της υλικά αποτελέσματα τη δεκαετία του 2000 κυρίως μέσω του θεσμού των Αισχυλείων, που έκανε εκδηλώσεις στον εγκαταλειμμένο Κρόνο και αργότερα στο Παλαιό Ελαιουργείο. Σήμερα, οι διαδικασίες αυτές έχουν προχωρήσει σε τόσο μεγάλο βαθμό που οι πολιτισμένοι τους αφιέρωσαν μια από τις τρεις θεματικές ενότητες της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης για το 2021, το EU-Working classes.

.

Αυτή η διαδικασία της μουσειοποίησης και αισθητικοποίησης βασίζεται στην κυρίαρχη αφήγηση της ιστορίας της πόλης και ταυτόχρονα είναι αποτέλεσμά της. Η επιτυχία της συνδέεται άμεσα με την αποδοχή αυτής της ιστορικής αφήγησης ως μοναδικής και αληθινής από όλο και περισσότερο κόσμο της τοπικής κοινωνίας.

Η αισθητικοποίηση του βιομηχανικού τοπίου της πόλης έγινε δυνατή μόνο από τη στιγμή που το προλεταριάτο της πόλης έπαψε να αντιλαμβάνεται το τοπίο αυτό ως αυτό που έχει μείνει από την καθημερινή κόλαση που βίωναν οι γονείς του και οι παππούδες του. Για να γίνει αυτό χρειάστηκαν τόνοι ιδεολογίας και μια πρώτη απομάκρυνση των προλετάριων από την εμπειρία της εργασίας στο εργοστάσιο. Και οι δύο αυτές προϋποθέσεις ικανοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό μέσα στη δεκαετία του 1990. Στα πλαίσια της αναδιάρθρωσης του ελληνικού καπιταλισμού οι περισσότεροι νεότεροι εργάτες βρήκανε δουλειές στον τριτογενή τομέα ή οπουδήποτε αλλού εκτός από τα εργοστάσια και πιο συγκεκριμένα εκτός από τις θέσεις βαριάς χειρωνακτικής εργασίας των εργοστασίων. Αυτές οι δουλειές που βρήκαν, αν και μισθωτές, ήταν διαφορετικές ως εμπειρία από τη βαριά χειρωνακτική εργασία στο εργοστάσιο. Δεδομένης της απουσίας μιας ανανέωσης της επαναστατικής θεωρίας και λόγω των συνειδησιακών αλλαγών στην πλειοψηφία της ντόπιας εργατικής τάξης που ήδη έχουν περιγραφεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, αυτή η πραγματικότητα συνοδεύτηκε από την ιδεολογία της ‘‘εξαφάνισης της εργατικής τάξης’’ που έλεγε ότι ‘‘όσοι δεν κάνουν βρόμικη χειρωνακτική εργασία στο εργοστάσιο ή στην οικοδομή δεν είναι εργάτες, ακόμη κι αν δουλεύουν έναντι μισθού’’.

.

Η αισθητικοποίηση του βιομηχανικού τοπίου της πόλης που από το 2000 και μετά, όπως είπαμε, πέρασε στην πράξη, σιγά σιγά απέκτησε την ικανότητα να τροφοδοτείται από τα ίδια της τα αποτελέσματα. Με την μετατροπή των εργοστασιακών ερειπίων σε κέντρα πολιτισμού το προλεταριάτο διαχωρίστηκε ακόμα περισσότερο από το παρελθόν του, διότι στους χώρους αυτούς δημιουργούνται πλέον καταστάσεις στις οποίες ελάχιστοι συμμετέχουν ως εργάτες, ενώ οι περισσότεροι συμμετέχουν ως καταναλωτές ή ακόμα και ως εθελοντές. Το αποτέλεσμα είναι η σχέση τους με το χώρο να μην στιγματίζεται από την εκμετάλλευση και την ταξική καταπίεση – ούτε καν ως μνήμη του παρελθόντος εμποτισμένη στο χώρο – αλλά από το θέαμα και τις ψευδαισθήσεις που αυτό δημιουργεί και στην περίπτωση ιδιαίτερα των εθελοντών από την απύθμενη βλακεία τους.

.

Όσον αφορά στην μουσειοποίηση της φιγούρας του εργοστασιακού εργάτη, αυτή αποτελεί το απαραίτητο συμπλήρωμα της αισθητικοποίησης του βιομηχανικού τοπίου της πόλης. Βρίσκει λόγο ύπαρξης στη μεγάλη και αναμφισβήτητη αριθμητική μείωση των εργοστασιακών εργατών που συνέβη τις τελευταίες δεκαετίες. Μπορούμε να πούμε ότι αυτή η διαδικασία είναι το πιο τελευταίο στάδιο της εφαρμογής στην πράξη της ιδεολογίας της ‘‘εξαφάνισης της εργατικής τάξης’’ και προσπαθεί να επισφραγίσει την αντίληψη ότι ‘‘η εργατική τάξη είναι μόνο οι εργοστασιακοί εργάτες, οι οποίοι πλέον γίνονται όλο και λιγότεροι’’ συμπληρώνοντας ότι ‘‘αφού η εργατική τάξη είναι είδος προς εξαφάνιση, ό,τι μας την θυμίζει πρέπει να γίνει έκθεμα στο μουσείο’’.

Το μνημείο του ελευσίνιου εργάτη που υπάρχει στην Ελευσίνα από τον Ιανουάριο του 2016 και η έκθεση ‘‘Βιομηχανική Ελευσίνα. Άνθρωποι και εργοστάσια’’ που έγινε το Σεπτέμβρη του 2016 και του 2017 αποτελούν μερικά παραδείγματα αυτής της διαδικασίας.

.

Η μουσειοποίηση της βιομηχανικής εργατικής φιγούρας αναγνωρίζει υποτίθεται την ‘‘προσφορά’’ της εργατικής τάξης του παρελθόντος στην κοινωνία. Την αναγνωρίζει βέβαια κουτσουρεμένα. Αναγνωρίζει μόνο ότι μπορεί να αφομοιωθεί και να διαστρεβλωθεί από την εξουσία. Το πιο προβληματικό στοιχείο όμως σε αυτήν την περίπτωση, δεν είναι η στενότητα της αντίληψης για αυτήν την ‘‘προσφορά’’, αλλά η ίδια η έννοια της ‘‘προσφοράς’’. Διότι αυτά που αναγνωρίζονται ως ‘‘προσφορά’’ είναι στην πραγματικότητα όλος αυτός πλούτος που παρήγαγε η εργατική τάξη και τον οποίο ιδιοποιήθηκαν οι καπιταλιστές. Η ‘‘προσφορά’’ αυτή ήταν από την αρχή μέχρι το τέλος εκβιαστική και καταναγκαστική. Είχε την βάρβαρη συνοδεία της φτώχειας και της πολύωρης και εξουθενωτικής εργοστασιακής ημέρας. Ήταν αποτέλεσμα της καταστολής των εργατικών αγώνων από την χωροφυλακή. Η ‘‘προσφορά’’ αυτή ήταν στην πραγματικότητα αρπαγή, ενώ σήμερα η αναγνώριση αυτής της ‘‘προσφοράς’’ είναι μια ειρωνεία στους προλεταριακούς αγώνες. Αυτό που αναγνωρίζεται είναι η ηθική της εργασίας και όχι οι απόπειρες εναντίον της. Αναγνωρίζεται η εργατικότητα των ελευσίνιων σε μια εποχή που οι ελευσίνιοι απεργούσαν, εναντιώνονταν στους απεργοσπάστες και τους βιομήχανους και κατέληγαν να πλακώνονται με τους χωροφύλακες με αποτέλεσμα να υπάρχουν τραυματίες (ακόμα και νεκροί), ενώ οι πιο ριζοσπάστες και απείθαρχοι να φυλακίζονται και να στέλνονται στην εξορία (όπως στις απεργίες το 1929 και 1936). Αυτό λέγεται ειρωνεία. Εξοργιστική ειρωνεία.

.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να να γίνει μια αναφορά στην έκθεση ‘‘Βιομηχανική Ελευσίνα. Άνθρωποι και εργοστάσια’’. Αυτή η έκθεση αφηγήθηκε την ιστορία της Ελευσίνας ως βιομηχανικής πόλης, την ιστορία των εργοστασίων, της εργασίας μέσα σε αυτά και των προϊόντων της, την ιστορία των εργατών και των βιομηχάνων ως μια προοδευτική διαδρομή προς το σήμερα. Η έκθεση μας έδειξε μερικά παλιά διαφημιστικά υλικά των εργοστασίων, μας έδειξε μερικά παλιά εργαλεία, μας έδειξε μερικά παλιά προϊόντα, μερικούς παλιούς εργάτες και τα αφεντικά τους σε παλιές φωτογραφίες. Εκθείασε τον ‘‘μόχθο και το μεράκι’’ των εργατών και την καινοτομία και αποφασιστικότητα των βιομηχάνων. Αν και μας έδειξε μερικές φωτογραφίες από παλιές εργατικές διαμαρτυρίες, βιάστηκε να μας πει ότι αυτή η ιστορία που αφηγήθηκε είναι η ιστορία της συνεργασίας των εργατών με τα αφεντικά τους που κατέληξε στην Ελευσίνα, όπως την ξέρουμε και την ζούμε σήμερα. Μια Ελευσίνα που αν και έχει ακόμα προβλήματα (οικολογικά, ανεργία, φτώχεια κλπ) είναι μια πόλη με πολιτισμό, που η ιστορία της είναι ο πολιτισμός της. Αυτό μας είπε ότι είναι πολύ σημαντικό διότι ‘‘ο πολιτισμός θα φέρει ανάπτυξη, θα αναγεννήσει την πόλη από τις βιομηχανικές στάχτες της. Μια βιομηχανική πόλη σε μια μεταβιομηχανική εποχή μόνο στον πολιτισμό μπορεί να ελπίζει.’’

Αυτό που μας παρουσίασε η έκθεση ως πολιτισμό ήταν η καθημερινή βαρβαρότητα που βίωνε η εργατική τάξη σχεδόν όλον τον 20ο αιώνα. Αυτό που το προλεταριάτο δεν κατάφερε να καταργήσει, του παρουσιάζεται πλέον ως κατόρθωμά του. Η έκθεση δεν έθιξε καθόλου την βίαιη όψη της βιομηχανικής ιστορίας της πόλης. Τη βία των μπάτσων. Την κατασπατάληση της ζωής χιλιάδων εργατών στην πολύωρη καθημερινή εργασία (10ωρη ή και 12ωρη) στο εργοστάσιο. Την έμπρακτη απαγόρευση της πρόσβασης μιας ολόκληρης πόλης στην θάλασσα. Την κατάληψη τεράστιων εκτάσεων γης από το κεφάλαιο και το κράτος που προηγουμένως ήταν κοινόχρηστες (βουνά και μη περιφραγμένα χωράφια). Η έκθεση δεν ανέδειξε καθόλου επίσης το πόσο πλούσιοι έγιναν οι βιομήχανοι και το πόσο φτωχοί παρέμειναν οι εργάτες.

Η έκθεση μη αναδεικνύοντας όλα αυτά τα πράγματα συνέβαλε αρκετά στην ανασκευή της ιστορίας της πόλης, κάτι που όπως ήδη ειπώθηκε είναι πολύ σημαντικό για τα αφεντικά και το κράτος στο σήμερα. Αποκρύπτοντας τον ταξικό πόλεμο του παρελθόντος η έκθεση συνεισέφερε στο χτίσιμο της ταξικής ειρήνης του παρόντος.

.

Η Ελευσίνα όντως έχει μια βιομηχανική κληρονομιά. Αλλά επίσης δεν έχει απολέσει εντελώς και τον βιομηχανικό χαρακτήρα της. Έτσι, ο τρόπος που χρησιμοποιείται αυτή η κληρονομιά εξαρτάται άμεσα από την σχέση των ενεργών σήμερα βιομηχανιών με την τοπική κοινωνία και την δημοτική εξουσία.

Σε καιρούς που το προλεταριακό ταξικό μίσος είναι σχεδόν ανύπαρκτο, όπως γενικά ισχύει σήμερα, η σχέση των βιομηχανιών και του δήμου με την τοπική κοινωνία είναι μια σχέση ταξικής συνεργασίας. Οι βιομήχανοι εκμεταλλεύονται τους εργάτες τους όσο δεν πάει και ύστερα κάνουν δωράκια-χορηγίες-κοινωνικές προσφορές στον δήμο και την τοπική κοινωνία. Ο δήμος προσποιείται ότι προσπαθεί να πάρει όσο πιο πολλά μπορεί από τις βιομηχανίες για το καλό της πόλης και του περιβάλλοντος. Η τοπική κοινωνία τα δέχεται όλα αυτά, λέει ευχαριστώ και ύστερα βγάζει τον σκασμό.

Η χρήση της βιομηχανικής κληρονομιάς από τον δήμο στην τελική προκαλεί τον εξής απλό συλλογισμό: ”Μπορεί παλιά οι βιομηχανίες να ήταν υπεύθυνες για την φτώχεια και την ρύπανση στην Ελευσίνα, σήμερα όμως έχουν γίνει βήματα προς το καλύτερο. Οι υπάρχουσες βιομηχανίες είναι πλέον φιλικές στο περιβάλλον, μας βοηθάνε να ζωντανεύσουμε τα εργοστασιακά ερείπια της Ελευσίνας, μας βοηθάνε με τα αισχύλια, μας βοηθάνε με την πολιτιστική πρωτεύουσα, μας βοηθάνε να γεμίσουμε την Ελευσίνα με πολιτισμό. Δίνουν πολλές χορηγίες”.

Το παραπάνω είναι η πιο κοινότοπη βλακεία που σίγουρα κυκλοφορεί στα πιο πολλά κεφάλια στην Ελευσίνα. Ο δήμος και οι πολιτισμένοι χρησιμοποιούν την βιομηχανική κληρονομιά έτσι ώστε να παράγονται τέτοιες βλακείες. Η βιομηχανική κληρονομιά είναι μια μηχανή μαζικής παραγωγής βλακείας.

.

Η βιομηχανική κληρονομιά θα μπορούσε όμως να έχει και άλλη χρήση. Και η άλλη χρήση της άλλα αποτελέσματα. Αρχικά όμως η βιομηχανική κληρονομιά θα έπρεπε να οριστεί με έναν άλλο τρόπο. Ως κληρονομιά των αγώνων των βιομηχανικών εργατών. Και έτσι η υλική της πλευρά σήμερα δεν θα είναι τα κουφάρια των εργοστασίων, αλλά το κουφάρι του εργατικού κινήματος που η σαπίλα του δεν έχει όρια.

Στην περίπτωση αυτήν, η κληρονομιά των ταξικών αγώνων του παρελθόντος είναι πολύ χρήσιμη. Όχι όμως ως συνταγή για επαναστάσεις και ταξικές νίκες. Είναι σημαντική για απομυθοποιήσεις. Στο σήμερα. Όταν γνωρίζουμε τις ήττες του παρελθόντος γνωρίζουμε ότι αυτοί που μας λένε να επαναλάβουμε κάτι παρόμοιο σήμερα είναι ήδη ηττημένοι. Αναγνωρίζουμε πιο εύκολα τους επίδοξους απελευθερωτές μας και κυρίως τους αναγνωρίζουμε ως εχθρούς.

Το εργατικό κίνημα είναι νεκρό και οι νεκροί δεν ανασταίνονται.

Οι προλετάριοι θα εφεύρουν άλλες μορφές αγώνα.

.


1. http://www.attikosxoleio.gr/gr/elefsina